- μύθω
- μύ̱θω , μῦθοςwordmasc nom/voc/acc dualμύ̱θω , μῦθοςwordmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυθώ — (I) μυθῶ, έω (Α) βλ. μυθούμαι (Ι). (II) μυθῶ, όω (Α) βλ. μυθούμαι (II) … Dictionary of Greek
μυθῶ — μυθέω speak pres subj act 1st sg (attic epic doric) μυθέω speak pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθῳ — μύ̱θῳ , μῦθος word masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνομυθώ — ἰσχυομυθῶ, έω (Α) επιχειρηματολογώ με ακρίβεια και διεξοδικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + μυθῶ (< μυθος < μύθος), πρβλ. αισχρο μυθώ, σεμνο μυθώ] … Dictionary of Greek
ιχνομυθώ — ἰχνομυθῶ, έω (Μ) εξιστορώ σε γενικές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + μυθῶ (< μυθος < μῦθος), πρβλ. αερο μυθώ, στοιχο μυθώ] … Dictionary of Greek
σεμνομυθώ — έω, Α σεμνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + μυθῶ (< μυθος < μῦθος), πρβλ. φιλο μυθῶ] … Dictionary of Greek
στιχομυθώ — έω, Α διαλέγομαι με στίχους («στιχομυθεῑν δὲ ἔλεγον, τὸ παρ ἔν ἰαμβεῑον ἀντιλέγειν καὶ τὸ πρᾱγμα στιχομυθίαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μυθῶ (< μῦθος «λόγος»), πρβλ. ἀερο μυθῶ] … Dictionary of Greek
στοιχομυθώ — έω, Α 1. στοιχηγορῶ* 2. (κατά τον Ησύχ.) «στοιχομυθεῑν τὸ ἐφεξῆς λέγειν καὶ ἀδολεσχεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + μυθῶ (< μῦθος), πρβλ. ἀερο μυθῶ] … Dictionary of Greek
υθλομυθώ — έω, Μ λέω ανόητες φλυαρίες, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕθλος «φλυαρία» + μυθῶ (< μυθος< μῦθος), πρβλ. ἀερο μυθῶ] … Dictionary of Greek
Greek mythology — Bust of Zeus, Otricoli (Sala Rotonda, Museo Pio Clementino, Vatican) Topics in Greek mythology Gods … Wikipedia